εκτίμηση και θαυμασμός
Ήταν Σεπτέμβριος 1986. Η πόλη της Καλαμάτας, ισοπεδωμένη από τον καταστροφικό σεισμό μάζευε τα κομμάτια της. Ξενοδοχεία, εστιατόρια, σπίτια δεν λειτουργούσαν. Ο λαός της πόλης είχε στήσει σκηνές σε κοινόχρηστους χώρους και ιδιωτικές αυλές, όπου έβαζε τη νύχτα το κεφάλι του.
Ο πατέρας μου, υποψήφιος Δήμαρχος της πόλης τότε, αρνήθηκε να πάρει σκηνή πριν πάρει και ο τελευταίος δημότης. Έτσι για περίπου 25 ημέρες ξαπλώναμε το βράδυ κάτω από τον έναστρο ουρανό, αγκαλιά με το σκυλί μας, που αρνιόταν πεισματικά να μείνει στο σπιτάκι του.
Την επομένη ημέρα του σεισμού ο πατέρας μου μας ενημέρωσε ότι θα ερχόταν να μείνει μαζί μας και ένας από τους βουλευτές του νομού, ο οποίος είχε κατέβει στην Καλαμάτα για την προεκλογική εκστρατεία και είχε μείνει και αυτός άστεγος, αφού το ξενοδοχείο του υπέστη εκτεταμένες ζημιές. Δεν έφυγε από την πόλη, όπως έκαναν οι περισσότεροι τότε, γιατί θεώρησε καθήκον του να παραμείνει συμπαραστάτης στους χειμαζόμενες δημότες.
«Να μείνει μαζί μας που ακριβώς; σκέφτηκα, αλλά… κατάπια την ερώτηση από φόβο μην και δεν γνωρίσω κι εγώ έναν λαοφιλέστατο βουλευτή από κοντά. Έναν μεγαλοαστό, οικονομολόγο, απόφοιτο του Harvard, ωστόσο όμως όχι από πολιτικό τζάκι.
Κατέφτασε στο σπίτι μας, επιβαίνοντας ως συνοδηγός σε ένα αγροτικό ψηφοφόρου του, κουβαλώντας ένα μικρό τσαντάκι με τα απαραίτητα και μια χάρτινη τσάντα με δυο - τρία ρούχα (είχε φύγει κι αυτός άρον άρον μέσα στα σκοτάδια από το ξενοδοχείο του το περασμένο βράδυ…).
Έμεινε μαζί μας κάμποσα 24ώρα. Όλη μέρα επισκεπτόταν τους καταυλισμούς και το βράδυ έστρωνε μόνος του ένα σεντόνι στο χώμα κάτω μια πορτοκαλιά, έβαζε το κεφάλι στις ρίζες της, γιατί εκεί το χώμα ανασηκωνόταν και έμοιαζε με προσκέφαλο και τα γυαλιά του επάνω σε μια πέτρα δίπλα του. Κάθε πρωί περίμενε υπομονετικά τη σειρά του να πλυθεί στη βρύση του κήπου και να ξυριστεί σε ένα καθρεφτάκι πάνω στο δέντρο. «Μα γιατί το κάνει αυτό;» σκεπτόμουν.. «Τόσοι φίλοι και γνωστοί του υπάρχουν που θα… πέθαιναν να τον φιλοξενήσουν και τα σπίτια τους δεν έχουν υποστεί ζημιές;». Αποφάσισα να τον ρωτήσω. Μου απάντησε: «Δεν μου το επιτρέπει η συνείδηση μου να μείνω εγώ κάτω από κεραμίδι, όταν υπάρχουν τόσοι άστεγοι γύρω μας.»
Εκτίμηση και θαυμασμός γεννήθηκαν σε εμένα εκείνες τις 5 ημέρες απέναντι του. Εκτίμηση για τον Άνθρωπο. Θαυμασμός για τον αστό που δεν φοβάται να τσαλακωθεί. Η εκτίμηση και ο θαυμασμός έγιναν εμπιστοσύνη με τα χρόνια. Ήξερα ότι η πολιτική δεν θα του προσέφερε τίποτα από αυτά που ήδη είχε. Κοινωνική θέση, χρήματα, φήμη, αξίες, παιδεία, επικοινωνιακό χάρισμα. Μάλλον θα του αφαιρούσε (όπως και, τελικά, έγινε).
Συμπέρανα λοιπόν ότι οποιαδήποτε απόφαση λάβει, μπορεί να είναι λανθασμένη αλλά σίγουρα δεν θα είναι απόρροια πολιτικού αμοραλισμού και φιλοδοξίας. Χρόνια πολλά αργότερα και παρότι οι δρόμοι μας είχαν προ πολλού χωρίσει, μου έδωσε την πολύτιμη βοήθεια του στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα, γνωρίζοντας τότε ότι δεν μπορούσα να του δώσω τίποτα άλλο παρά την ευγνωμοσύνη μου. Την έχει και θα την έχει απεριόριστα. Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;